- κρατυντός
- κρᾰτυν-τός, ή, όν,A confirmed, upheld,
τὶν πάντα κρατυντά Orph. Fr.47.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὶν πάντα κρατυντά Orph. Fr.47.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατυντός — κρατυντός, ή, όν (Α) [κρατύνω] αυτός που στηρίζεται ή επιβεβαιώνεται με επιχειρήματα … Dictionary of Greek
κρατυντά — κρατυντός confirmed neut nom/voc/acc pl κρατυντά̱ , κρατυντός confirmed fem nom/voc/acc dual κρατυντά̱ , κρατυντός confirmed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)